πεντάωρος

πεντάωρος
η , ο [ος , ον ] 1. пятичасовой;
2. (τό ) пять часов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πεντάωρος" в других словарях:

  • πεντάωρος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί πέντε ώρες ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει πέντε ώρες 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάωρο χρονικό διάστημα πέντε ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ωρος (< ώρα), πρβλ. εξά ωρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην… …   Dictionary of Greek

  • πεντάωρος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί πέντε ώρες: Πεντάωρο ταξίδι. 2. το ουδ. ως ουσ., πεντάωρο, το χρονικό διάστημα πέντε ωρών: Η Α τάξη έχει πεντάωρο σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»